- μνῶν
- μνᾶminafem gen pl (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντάμνους — ουν, Α 1. αυτός που έχει βάρος ή αξία πέντε μνων 2. (ιδίως το ουδ. ως ουσ.) τὸ πεντάμνουν μέτρο χωρητικότητας πέντε μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μνους / μνουν (< μνᾶ), πρβλ. ημί μνουν] … Dictionary of Greek
τεσσαρακονταμναίος — και αττ. τ. τετταρακονταμναῑος, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία σαράντα μνων 2. αυτός που έχει βάρος σαράντα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + μναῖος (< μνᾶ), πρβλ. πεντηκοντα μναῖος] … Dictionary of Greek
PECORIS usus quadruplex — iuxta Tullium Tusculan. l. 1. Videmus, ait, multitudinem pecudam, partim ad vescendum, partim ad cultus agrorum, partim ad vehendum, partim ad corpora vestienda. Ad vestendum utiles olim erant mundae omnes, ex Lege, i. e. quotquot ruminant… … Hofmann J. Lexicon universale
δεκάμνους — δεκάμνους, ουν και (δωρ. τ.) δεκάμνως, ων (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δέκα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + μνα «ποσό εκατό δραχμών»] … Dictionary of Greek
δεκαμναίος — δεκαμναίος, α, ον (Α) αυτός που έχει βάρος ή αξία δέκα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + μναίος < μνα «ποσό εκατό δραχμών»] … Dictionary of Greek
εξαμναίος — ἑξαμναῑος, α, ον και ἑξάμνους, ουν και ἑξαμνιαῑος, α, ον (Α) [μνα] αυτός που έχει αξία ή βάρος έξι μνων … Dictionary of Greek
επταμναίος — ἑπταιμναῑος, α, ον (Α) βάρους επτά μνων … Dictionary of Greek
καταγοράζω — (Α) αγοράζω κάτι χονδρικά («δέον δ αὐτὸν καταγοράσαι φορτία Ἀθήνηθεν μνῶν ἑκατὸν καὶ δέκα καὶ πέντε») … Dictionary of Greek
πενταμναίος — και πεντάμναος, ον, αρσ. και πεντάμνεως, ουδ. και πεντάμναιον, Α 1. ο πεντάμνους* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πενταμναῑον ή πεντάμναιον μέτρο ή ποσό πέντε μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + μναῖος (< μνᾶ), πρβλ. δεκα μναίος] … Dictionary of Greek
πεντηκονταμναίος — ον, ΜΑ αυτός που έχει βάρος πενήντα μνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + μνα ῖος (< μνᾶ), πρβλ. πεντα μναίος] … Dictionary of Greek